- μεμνημένος
- μιμνήσκωremindperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
RETRO ambulandi — cum deo suo tensam duceret, ritum in Alagabalo Imperatore notavit Herodianus, l. 5. c. 6. Πᾶςαν τὴν ὁδὸν ἤνυε τρέχων ἔμπαλιν ἑαυτοῦ, ἀφορῶν τε ἐις τὸ πρόςθεν τοῦ Θεοῦ, πρός τε τὸ μὴ πταῖςαι αὐτὸν ἢ διολιςθαίνειν, οὐχ ὁρῶντα ὅπου βαίνῃ, γῆ τε ἡ… … Hofmann J. Lexicon universale
στένω — (I) ΝΑ (ποιητ. τ.) στενάζω, βογγώ (α. «η Ελλάδα έστενε τότε κάτω από τον ζυγό τής δουλείας» β. «ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ στένει», Αισχύλ.) αρχ. 1. (στους τραγικούς) (για πρόσ.) θρηνώ μεγαλόφωνα («τῶν Ἀθηνῶν ὡς στένω μεμνημένος», Αισχύλ.) 2. (για θάλασσα ή … Dictionary of Greek
ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… … Dictionary of Greek